- ουνίτης
- και ουνιάτης, οσυν. στον πληθ. οι ουνίτες και ουνιάτεςχριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι, μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες τής εποχής, αναγνώρισαν το πρωτείο τού πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετά το σχίσμα τού 1054, διατηρώντας όμως την ιδιαιτερότητα τών παραδοσιακών τους στοιχείων στην οργάνωση, στη λατρεία, στα έθιμα και στην πνευματικότητα, αλλ. ελληνόρρυθμοι καθολικοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Uniti < λατ. unitus «ενωμένος» (< unus «ένας»). Ο τ. ουνιάτες < ουνία + κατάλ. -άτης. Ο τ. οὐνίται μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.