ουνίτης

ουνίτης
και ουνιάτης, ο
συν. στον πληθ. οι ουνίτες και ουνιάτες
χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι, μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες τής εποχής, αναγνώρισαν το πρωτείο τού πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετά το σχίσμα τού 1054, διατηρώντας όμως την ιδιαιτερότητα τών παραδοσιακών τους στοιχείων στην οργάνωση, στη λατρεία, στα έθιμα και στην πνευματικότητα, αλλ. ελληνόρρυθμοι καθολικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Uniti < λατ. unitus «ενωμένος» (< unus «ένας»). Ο τ. ουνιάτες < ουνία + κατάλ. -άτης. Ο τ. οὐνίται μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αλεξάνδρου, Γεώργιος — (; – 1501). Ιερέας και λόγιος από τα Χανιά της Κρήτης. Αναφέρεται ως αντιγραφέας κωδίκων από το 1459. Στις 15 Φεβρουαρίου 1498 έγινε επίσκοπος Αρκαδίας στην Κρήτη. Ο Α. ήταν υπέρ της ένωσης των δύο εκκλησιών και ο ίδιος ήταν ουνίτης. Έζησε στο… …   Dictionary of Greek

  • Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”